ξεμιστεύ(γ)ω

ξεμιστεύ(γ)ω
μετ. разнимать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεμιστεύ(γ)ω" в других словарях:

  • ξεμιστεύ(γ)ω — 1. διαχωρίζω άτομα που συμπλέκονται 2. σώζω, ελευθερώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεμίστεμα — το [ξεμιστεύ(γ)ω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμιστεύ(γ)ω, διαχωρισμός ατόμων που συμπλέκονται …   Dictionary of Greek

  • ξεμιστεμός — ο [ξεμιστεύ(γ)ω] το ξεμίστεμα …   Dictionary of Greek

  • ξεμιστευτής — ο [ξεμιστεύ(γ)ω] αυτός που διαχωρίζει άτομα που διαπληκτίζονται …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»